τακτοποίηση — η βλ. ταχτοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κλινόκοσμοι — κλινόκοσμοι, οἱ (Α) υπάλληλοι που είχαν ως έργο την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών κατά τις τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κόσμος «στολισμός, τακτοποίηση»] … Dictionary of Greek
αδιακίνητος — η, ο (Α ἀδιακίνητος, ον) [διακινῶ] νεοελλ. αυτός τού οποίου δεν άρχισε κανείς την κατασκευή, την τακτοποίηση ή τη χρήση αρχ. αμετακίνητος, ακίνητος … Dictionary of Greek
ακουμανταρισιά — η [ακουμαντάριστος] ανικανότητα για την τακτοποίηση υποθέσεων ή οικογενειακών ζητημάτων … Dictionary of Greek
αναδιαρρύθμιση — η η εκ νέου διαρρύθμιση, τακτοποίηση, οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα * + διαρρύθμιση] … Dictionary of Greek
αναρρύθμιση — η νέα ρύθμιση, τακτοποίηση … Dictionary of Greek
ανισασμός — ο (Μ ἀνισασμός) [ισασμός] νεοελλ. 1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση 2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς) μσν. η εξίσωση, η εξομοίωση … Dictionary of Greek
απάρτισις — ἀπάρτισις, η (Α) διευθέτηση, τακτοποίηση … Dictionary of Greek