τακτοποίηση

τακτοποίηση
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τακτοποιώ
2. φρ. «τακτοποίηση οικοπέδων» — ρύθμιση τών συνόρων γειτονικών οικοπέδων, η οποία γίνεται σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό και αποβλέπει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη οικοδομική εκμετάλλευσή τoυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. τακτός + -ποίηση (< -ποιώ*). Η λ., στον λόγιο τ. τακτοποίησις, μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Ύδρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τακτοποίηση — η βλ. ταχτοποίηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • κλινόκοσμοι — κλινόκοσμοι, οἱ (Α) υπάλληλοι που είχαν ως έργο την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών κατά τις τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κόσμος «στολισμός, τακτοποίηση»] …   Dictionary of Greek

  • αδιακίνητος — η, ο (Α ἀδιακίνητος, ον) [διακινῶ] νεοελλ. αυτός τού οποίου δεν άρχισε κανείς την κατασκευή, την τακτοποίηση ή τη χρήση αρχ. αμετακίνητος, ακίνητος …   Dictionary of Greek

  • ακουμανταρισιά — η [ακουμαντάριστος] ανικανότητα για την τακτοποίηση υποθέσεων ή οικογενειακών ζητημάτων …   Dictionary of Greek

  • αναδιαρρύθμιση — η η εκ νέου διαρρύθμιση, τακτοποίηση, οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα * + διαρρύθμιση] …   Dictionary of Greek

  • αναρρύθμιση — η νέα ρύθμιση, τακτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • ανισασμός — ο (Μ ἀνισασμός) [ισασμός] νεοελλ. 1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση 2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς) μσν. η εξίσωση, η εξομοίωση …   Dictionary of Greek

  • απάρτισις — ἀπάρτισις, η (Α) διευθέτηση, τακτοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”